μοναπλός

μοναπλός
μοναπλός, -ή, -όν και μοναπλοῡς, -οῡv και -όος, -όον (Μ)
1. απλός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναπλά
είδος φορεμάτων τα οποία ήταν υφασμένα με μονό νήμα.
επίρρ...
μοναπλῶς (Μ)
με απλό τρόπο, απλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + ἁπλός/ἁπλοῦς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μοναπλούτσικον — και μοναπλούτσικον, τὸ (Μ) [μοναπλός] ρούχο απλό που το ύφασμά του ήταν φτειαγμένο με ένα μόνο νήμα …   Dictionary of Greek

  • μοναπλώ — μοναπλῶ, έω (Μ) [μοναπλός] απλοποιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”